ὀχληρός
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
English (LSJ)
ά, όν,
A troublesome, irksome, importunate, of persons, Aeschin.1.135, D.Prooem.48; ἴσθ' ὀ. ὢν δόμοις Ar.Ach.460 (parody); ὀ. ἴσθ' ὤν E.Hel.452; τινι to one, Id.Alc.540, Pl.Hp.Ma.295b; of a writer, offensive, D.H.Th.30. 2 of things, troublesome, annoying, Hdt.1.186, Isoc.5.151, etc. Adv. -ρῶς D.H.Dem.15: Comp. -οτέρως, ἔχειν Hp.Epid.1.19, Phld.Mus.p.63K. II turbulent, συμπόται Pl. R.569a.
German (Pape)
[Seite 430] 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνθανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ ἐπαχθής, Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. ταραχώδης.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχληρός: -ά, -όν, ἐνοχλητικός, φέρων ἐνόχλησιν, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Πλάτ., κλ.· ὀχληρὸς ἴσθ’ ὢν Εὐριπ. Ἑλ. 452· παρῳδεῖται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 460 τινι, εἴς τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 540, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295Β· ἐπὶ συγγραφέως, προσβλητικὸς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν ἀνίαν, ὀχληρός, Ἡρόδ. 1. 186, Ἰσοκρ. 112D, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 15· συγκρ. -οτέρως, Ἱππ. 955Ε. ΙΙ. ταραχώδης, ξυμπότης Πλάτ. Πολ. 569Α.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
importun, fatigant, ennuyeux;
Cp. ὀχληρότερος, Sp. ὀχληρότατος.
Étymologie: ὄχλος.