πάραλος
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ον, (ἅλς)
A by or near the sea, ἄντρα S.Aj.413(lyr.) ; χέρσοι E.Ion 1584 ; ἡ δ' ὠπτημένη σίζουσα πάραλος, of a cuttle-fish, with a pun on ἡ Πάραλος (infr. 111), Ar.Ach.1158. 2 generally, concerned with the sea, naval, ὁ π. στρατός Hdt.7.161. II ἡ πάραλος γῆ the coast-land of Attica (cf. παράλιος 11.2), Th.2.55 : hence οἱ Π. the people of the coast-land, Hdt. 1.59 ; αὐτόν τε Πάραλον ἐστολις μένον δορί, i.e. τοὺς Π., E.Supp.659. III ἡ Πάραλος ναῦς, Th.8.74, or ἡ Π. alone, D.21.173, or Π. alone, Ar.Av.1204, the Paralos, one of the Athenian sacred galleys, cf. Arist.Ath.61.7, IG22.1623.225, and v. Σαλαμινία. 2 οἱ Π. the crew of the Paralos, which contained none but free citizens, Th.8.73,74, Aeschin.3.162, Poll.8.116 (cf. παραλίτης) : generally, seamen, Ar.Ra.1071, cf.Sch.adloc. IV ἡ π., name of a plant which grew near the sea, π. ἀμμότροφος AP4.1.20 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 488] neben dem Meere, am Meere befindlich; ἄντρα, Soph. Ai. 408; χέρσοι, Eur. Ion 1584; τευθίς, Ar. Ach. 1158; auch πάραλος στρατός, Her. 7, 161, die Flotte od. das Küstenheer; ἡ πάραλος γῆ, Thuc. 2, 55; Sp. (vgl. παράλιος u. nom. pr.). – Bei Mel. 1, 20 (VI, 1) eine Pflanze, die am Meere wuchs.
Greek (Liddell-Scott)
πάρᾰλος: -ον, (ἃλς) ὁ πλησίον τῆς θαλάσσης, παρὰ τὴν θάλασσαν, ἄντρα Σοφ. Αἴ. 412· χέρσοι Εὐριπ. Ἴων. 1584· ἡ δ’ ὠπτημένη σίζουσα πάραλος, ἐπὶ τῆς σηπίας μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως ἡ Πάραλος (κατωτ. ΙΙΙ), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1158. 2) καθόλου, ὁ περὶ τὴν θάλασσαν ἀσχολούμενος, ναυτικός, ὁ π. στρατὸς Ἡρόδ. 7. 161. ΙΙ. ἡ πάραλος γῆ, ἡ παράλιος χώρα τῆς Ἀττικῆς (πρβλ. παράλιος ΙΙ), Θουκ. 2. 55· - ἐντεῦθεν, οἱ Πάραλοι, οἱ κάτοικοι τῶν παραλίων μερῶν, Ἡρόδ. 1. 59· λαιὸν δὲ Πάραλον, ὃ ἐστι τοὺς Παράλους, Εὐρ, Ἱκέτ. 659· - κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τοὺς Πεδιακοὺς (τοὺς κατοίκους τῶν πεδινῶν μερῶν), καὶ πρὸς τοὺς Διακρίους ἢ Ὑπερακρίους (τοὺς ὀρεινούς), ἴδε τὰς λ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 344. ΙΙΙ. ἡ Πάραλος ναῦς (Θουκ. 8. 74), ἢ μόνον ἡ Πάραλος (Δημ. 570. 4)· ἢ ἄνευ τοῦ ἄρθρου (Ἀριστοφ. Ὄρν. 1204), μία τῶν ἱερῶν Ἀθηναϊκῶν νεῶν καθιερωμένη εἰς ὑπηρεσίαν τῆς πόλεως, οἷον εἰς θεωρίας καὶ ἱερὰς ἀποστολάς, εἰς πρεσβείας καὶ εἰς τὴν μεταφορὰν δημοσίων χρημάτων καὶ ἀρχόντων· ἡ ἑτέρα ναῦς ἐκαλεῖτο Σαλαμινία (ἴδε τὴν λέξιν), πρβλ. τῆς Παράλου ταμίας Δημ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 402-3. 2) = οἱ Πάραλοι, τὸ πλήρωμα τῆς Παράλου ἀποτελούμενον ἀποκλειστικῶς ἐξ ἐλευθέρων πολιτῶν, Θουκ. 8. 73, 74, Αἰσχίν. 76. 35 (διάφ. γραφ. παράλιοι), πρβλ. Πολυδ. Η΄, 116· οἱ αὐτοὶ καλοῦνται καὶ παραλῖται, αὐτόθι, Ἡσύχ. καθόλου, ναῦται, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1071, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ. IV. ἡ πάραλος, ὄνομα φυτοῦ, ὅπερ πιθανῶς ἐφύετο παρὰ τὴν θάλασσον, Ἀνθ. Π. 4. 10, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
A. adj.
1 qui se trouve près de la mer, maritime ; πάραλος γῆ THC la contrée du littoral en Attique;
2 recruté parmi les régions ou les populations voisines de la mer;
B. subst.
I. ἡ πάραλος ναῦς ou ἡ Πάραλος la galère Paralienne, l’un des deux vaisseaux sacrés d’Athènes qui servaient pour transporter les théories à Délos et pour certains services publics;
II. οἱ Πάραλοι :
1 les Paraliens ou habitants du littoral, en Attique;
2 les marins composant l’équipage de la galère paralienne.
Étymologie: παρά, ἅλς¹.