πολέμαρχος

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολέμαρχος Medium diacritics: πολέμαρχος Low diacritics: πολέμαρχος Capitals: ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ
Transliteration A: polémarchos Transliteration B: polemarchos Transliteration C: polemarchos Beta Code: pole/marxos

English (LSJ)

ὁ,

   A chieftain, war-lord, Κνωσίων, Ἀχαιῶν, B. 16.39, A Ch.1072 (anap.), cf.Th.828 (anap.).    II the title of high officers in several Greek states:    1 at Athens, the third archon, Hdt.6.109, Ar.V.1042, IG12.16.10,49.7, al.; ὠφληκέναι παρὰ τῷ π. in his court, Lys.23.3; at Sparta, a military commander, Hdt.7.173, Th.5.66, X.HG4.4.7,4.5.7, etc.; at Thebes, officers of chief rank after the Boeotarchs, supreme in affairs of war, ib.5.4.2 sqq., Michel 232 (ii B.C., found in Crete), etc.; at Orchomenos, IG7.3175.5, etc.; at Mantinea, Th.5.47; in Arcadia, Plb.4.18.2; π. ἐπιμήνιος SIG402.1 (Chois, iii B.C.).    2 simply, chief, leader, συνεφήβων IG22.2055.

German (Pape)

[Seite 653] ὁ, 1) der Anführer im Kriege, Feldherr; Ἀχαιῶν πολέμ. ἀνήρ, Aesch. Ch. 1068; Spt. 810. – In Sparta der Vorsteher, Anführer einer μόρα, Her. 7, 173; also = μοραγός, Thuc. 5, 66 Xen. Hell. 4, 4, 7. 5, 8. – 2) in Athen einer der 9 Archonten, der dritte, der ursprünglich im Kriege Oberfeldherr, im Frieden Kriegsminister war und über die Rechtshändel mit und zwischen den Fremden und μέτοικοι als Richter zu entscheiden hatte, Her. 6, 109 u. Folgde. – In ätolischen Städten eine Art Polizeibehörde, Pol. 4, 18, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολέμαρχος: ὁ, ὁ ἀρχίζων τὸν πόλεμον ἢ διευθύνων αὐτόν, ἀρχηγός, ἄρχων, ἡγεμών, Ἀχαιῶν Αἰσχύλ. Χο. 1072, πρβλ. Θήβ. 828. ΙΙ. ὄνομα ἀνωτέρου ἄρχοντος ἐν πολλαῖς τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων· 1) ἐν Ἀθήναις ὁ τρίτος ἄρχων, ὅστις προΐστατο τοῦ δικαστηρίου ἐν ᾧ ἐδικάζοντο οἱ μέτοικοι. Ἀριστοφ. Σφ. 1042· ὠφληκέναι παρὰ τῷ π., ἐν τῷ δικαστηρίῳ αὐτοῦ, Λυσίας 166. 33· ― ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ὑπηρέτει ὡς ἀνώτατος στρατηγὸς ἐν ἐκστρατείᾳ, καὶ ἐν Μαραθῶνι εὑρίσκομεν τὸν πολέμαρχον προεδρεύοντα τοῦ πολεμικοῦ συμβουλίου, Ἡρόδ. 6. 109. 2) ἐν Σπάρτῃ, = μορᾱγός, οἱονεὶ διοικητὴς ταξιαρχίας, Ἡρόδ. 7. 173, πρβλ. Θουκ. 5. 66, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 7, καὶ 5. 7. κτλ. 3) ἐν Θήβαις ἐκαλοῦντο οὕτως ἄρχοντες ἀμέσως κατώτεροι τῶν Βοιωταρχῶν, ἀνώτατοι δὲ εἰς πολεμικὰ πράγματα, αὐτόθι 5. 4, 2 κἑξ., Συλλ. Ἐπιγρ. 4569, 23, 1570, 21, κ. ἀλλ.· μνημονεύονται δὲ τρεῖς παρὰ τῷ Keil. ἐν Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ΙΙ. 3, ΙΙΙ. 10. 4) ὁμοίως ἐν Μαντινείᾳ καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσι, Θουκ. 5. 47, Πολύβ. 4. 18, 2, κτλ. 5) ἁπλῶς, ἡγεμών, ἄρχων, ἀρχηγός, σὺν ἐφήβων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1060.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. chef d’une armée ou d’une expédition militaire;
II. polémarque :
1 à Athènes, le troisième des neuf archontes, primit. sorte de ministre de la guerre ou de général en chef ; postér. président du tribunal où se jugeaient les affaires des métèques;
2 à Lacédémone, commandant d’une μόρα (corps de 400 hommes);
3 à Thèbes, une sorte de ministre de la guerre, après le Béotarque;
4 dans certaines Cités, équivalent du stratège athénien.
Étymologie: πόλεμος, ἄρχω.