ποππύζω
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
Dor.ποππ-ύσδω, onomatop. word,
A smack the lips or cluck: hence, I call to horses, etc., Ar.Pl.732, cf. D.S.1.83:—Med., call to a horse, S.Fr.878: com., call to a man, πόρρωθεν ἀπιδὼν ἐπόππυσεν Timocl.21.7; παιδίον ὑποκορίζεσθαι ποππύζων Thphr.Char.20.5; Ποππύζουσα, title of play by Alexis; κἂν ἀστράφω ποππύζουσιν . . οἱ πάνυ σεμνοί Ar.V.626 (cf. ποππυσμός). II applaud, Phld.Acad. Ind.p.14 M.:—Pass., εἰ ποππυσθείη καὶ κροτηθείη Pl.Ax.368d. III smack, of loud kisses, AP5.244 (Maced.), 284 (Agath.). IV in bad sense, play badly on the flute, let the breath be heard in playing, Theoc.5.7.
German (Pape)
[Seite 682] dor. ποππύσδω, einen pfeifenden, schnalzenden oder schmatzenden Ton hervorbringen, indem man die Lippen zusammendrückt u. so die Luft einsaugt, ein Ton, mit dem man Thiere an sich lockt oder Pferde antreibt; ποππύζεται ζευγηλατρίς, Soph. frg. 883 bei Poll. 7, 185, entweder pass. oder med.; besänftigen, liebkosen, vgl. Ar. Plut. 732; ἐπόππυσεν αὐτόν, Timocl. com. bei Ath. IX, 407 d, er schmeichelte ihm; – auch als Zeichen des Beifalls, wie das Händeklatschen, kommt es vor, mit κροτέω verbunden, εἰ ποππυσθείη καὶ κροτηθείη, Plat. Ax. 368 d; – schmatzen, vom hörbaren Schall des Kusses, μάστακι, χείλεσι, Macedon. 7 Agath. 6 (V, 245. 285). – Bei Theocr. 5, 7 ist ποππύσδεν von schnarrenden Tönen auf der Flöte gebraucht, wo man das Blasen des Windes mit hört. – Die Alten pflegten auch so zu schnalzen, wenn es blitzte, wie man bei uns etwa sagt »Gott behüt' uns! Gott sei bei uns!« κἂν ἀστράψω, ποππύζουσιν, Ar. Vesp. 625, wo der Schol. bemerkt ἔθος γὰρ ταῖς ἀστραπαῖς ποππύζειν; vgl. Plin. H. N. 28, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ποππύζω: Δωρ. -ύσδω· ἀόρ. ἐπόππῠσα· ― συρίζω, ἐκπέμπω ποιόν τινα συριγμὸν διὰ συγκεκλεισμένων χειλέων, ὅθεν, Ι. καλῶ ζῷόν τι νὰ προσέλθῃ, εἶθ’ ὁ θεὸς ἐπόππυσεν· ἐξῃξάτην οὖν δύο δράκοντ’ ἐκ τοῦ νεὼ ὑπερφυεῖς τὸ μέγεθος, «ἐπόππυσεν, ἐσύρισεν, ἵνα οἱ δράκοντες ἐξέλθωσι δηλονότι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 732, πρβλ. Διόδ. 1. 83· ― ὡσαύτως κράζω πρὸς ἵππον, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ποππύζεται ζευγηλατρὶς Σοφ. Ἀποσπ. 883, πρβλ. Πλίν. 3. 36· ― οὕτω ποππυσμός, οῦ, ὁ, Ξεν. Ἱππ. 9. 10, Πλούτ. 2. 713Β· ― ἐντεῦθεν, κωμικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου, κράζω τινά, πόρρωθεν ἀπιδὼν ἐπόππυσεν Τιμοκλῆς ἐν «Λήθῃ» 1· πρβλ. ποππυλιάζω. ΙΙ. ἐπευφημῶ, ἐπιδοκιμάζω, κολακεύω, εἰ ποππυσθείη καὶ κροτηθείη Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D· οὕτω poppysma παρὰ τῷ Ἰουβεναλίῳ 6. 584· ποππυσμὸς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14, Πλούτ. 2. 545C. ΙΙΙ. κροτῶ διὰ τῶν χειλέων, ἐπὶ ἠχηρῶν φιλημάτων, Ἀνθ. Π. 5. 245, 285. IV. κράζω σιωπή!, «σσσούτ»...! αὐτόθι 5. 245· ὡσαύτως ἐπί τινος ἀνάρθρου ἤχου, ὃν συνήθως ἐποίουν οἱ Ἕλληνες ἐξ ὑπερβάλλοντος φόβου ὅτε ἐγίνοντο ἀστραπαὶ καὶ βρονταί, κἂν ἀστράψω ποππύζουσιν Ἀριστοφ. Σφ. 626· fulgetras poppysmis adorare consensus gentium est Πλίν. 28. 5. V. ἐπὶ κακῆς σημασίας, παίζω κακῶς τὸν αὐλόν, ἀφίνω νὰ ἀκούηται ἡ πνοὴ ἐν εἴδει ἐλαφροῦ συριγμοῦ, Θεόκρ. 5. 7, ἔνθα ὁ Σχολ. λέγει «ποππύζειν δὲ τὸ λεπτοτάτως φωνεῖν τινα φυσῶντα τὸν ἐκ τῆς καλάμης αὐλόν»· ― ὁ Gell. 9. 9, ὀρθῶς παρατηρεῖ ὅτι ἡ λέξις δὲν δύναται νὰ μεταφρασθῇ. (Ὁ τύπος κατ’ ἀναδιπλασιασμόν, ὡς τὰ κοκκύζω, γογγύζω, μορμύρω).
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπόππυσα;
siffler avec les lèvres, faire claquer la langue.
Étymologie: DELG onomatopée.