ὑπεξανίσταμαι

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεξανίσταμαι Medium diacritics: ὑπεξανίσταμαι Low diacritics: υπεξανίσταμαι Capitals: ΥΠΕΞΑΝΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hypexanístamai Transliteration B: hypexanistamai Transliteration C: ypeksanistamai Beta Code: u(pecani/stamai

English (LSJ)

aor. 2 -ανέστην,

   A arise, διαβολὴ ὑ. Plu.Cam. 22, cf. Luc.Merc.Cond.39; ὑ. τινί rise as a mark of respect for... Id.Demon.63, Plu.Lyc.20, etc.

German (Pape)

[Seite 1187] (s. ἵστημι), = ὑπανίσταμαι, παριόντι Luc. Demon. 63.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξανίσταμαι: ὑπανίσταμαι, Πλουτ. Πύρρ. 11, κλπ.· πρός τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39· ὑπεξανίσταμαί τινι, προσηκώνομαι ἢ κάμνω τόπον εἴς τινα, Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 63 Πλουτ. Λυκοῦργ. 20, κλπ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 188.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπεξαναστήσομαι, ao.2 ὑπεξανέστην, etc.
se lever pour faire place à, τινι.
Étymologie: ὑπό, ἐξανίσταμαι.