ἄμητος

From LSJ
Revision as of 15:22, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

German (Pape)

[Seite 123] ὁ (ἀμάω), 1) das Abmähen, die Erndte, Erndtezeit; Hom. einmal, Iliad. 19, 223 φυλόπιδος, ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν, ἄμητος δ' ὀλίγιστος, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς, Viele fallen, in kurzer Zeit; – Hes. O. 575 ὥρῃ ἐν ἀμήτου, 384 ἄρχεσθ' ἀμήτου; Her. 2, 14. 4, 42. – 2) ἀμητός, eigtl. adj. verb. von ἀμάω, die eingeerndtete Frucht, Arat. Dios. 1097 (κενεὸς καὶ ἀχυρμιός), Opp. Cyn. 527; Iul. Ant. 2 (XI, 368) ἀμητος πολύς ἐστιν, es ist viel zu erndten. Vgl. über den Accentunterschied Spitzner zur ll. exc. XXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμητος: [ᾱ], ὁ, (ἀμάω) ὁ θερισμός, Ἰλ. Τ. 223 (ἔνθα κεῖται μεταφ. ἐπὶ σφαγῆς). 2) θέρος, ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 382, 573, Ἡρόδ. 2. 14, 4. 42 καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς. ΙΙ. ἡ ἐκ τοῦ θερισμοῦ συγκομιδὴ ἢ ὁ ἀγρὸς μετὰ τὸν θερισμόν, Λατ. seges, Διον. Π. 194, Ἄρατ. 1097: καὶ μετ’ ἄλλου οὐσ. ληΐοιο ἀμήτοιο Ὀππ. Κ. Ι. 527: ― μεταφ. ἐπὶ πώγωνος (τὸ τοῦ Σαιξπήρου chin new-reaped, «νεοθέριστο πηγοῦνι»), Ἀνθ. Π. 11. 368. ― Οἱ ἀκριβέστεροι τῶν γραμματικῶν ποιοῦσι διάκρισιν κατὰ τὸν τονισμόν, γράφοντες καὶ εἰς τὰς λέξεις: τρύγητος καὶ τρυγητός, σπόρητος καὶ σπορητός, κτλ. Ἀρκάδ. 81, Ἐτυμολ. Μ. 83, κτλ. ἐνῷ ὁ Ἀμμώνιος λέγει ἀκριβῶς τὸ ἀντίστροφον. Εὔλογος κανὼν φαίνεται ὁ ἑξῆς: ὅτι ἐν τῇ σημασίᾳ Ι. ἡ λέξις εἶναι οὐσιαστ., καὶ ἑπομένως πρέπει νὰ γράφηται ἄμητος· ἐν δὲ τῇ ΙΙ. σημασία εἶναι ἐπίθετον (ὑπακουομένου τοῦ καρπός, σῖτος) καὶ ἑπομένως ἀμητός: ἴδε ἐπὶ πᾶσι Spitzn. Excurs XXX, εἰς Ἰλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 moisson;
2 temps de la moisson.
Étymologie: ἀμάω.

English (Autenrieth)

(ἆμάω): reaping, harvest, metaph., Il. 19.223†.