φηγός
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
Dor. φᾱγός Theoc.9.20, ἡ,
A = δρῦς ἀγρία, Valonia oak, Quercus Aegilops, Thphr.HP3.3.1, 3.8.2, etc.: freq. in Il.(not in Od.), Διὸς περικαλλέϊ φηγῷ Il.5.693; φηγῷ ἐφ' ὑψηλῆ . . Διός 7.60; ἡ παλαιὰ φ., of the oak of Dodona, S.Tr.171, cf. Hes.Frr.134.7, 212 (but δρῦς S.Tr.1168). II acorn of the same tree, Ar.Pax1137 (lyr.), Pl.R. 372c, Theoc. l.c., D.Chr.6.62. (Cf. Lat. fāgus 'beech', OE. bóc 'beech'.)
German (Pape)
[Seite 1267] ἡ, ein Baum, der eine runde eßbare, der Eichel ähnliche Frucht trägt, quercus esculus, Hes. frg. 18. 39, 7; also nicht eigtl. unsere Buche, die eine dreieckige Frucht hat, Theophr. u. A.; Soph. nennt Trach. 171 die dodonäische Eiche ἡ παλαιὰ φηγός, die 1158 δρῦς heißt. – Auch die eßbare Frucht des Baumes selbst; Ar. Pax 1137; μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσι πρὸς τὸ πῦρ Plat. Rep. II, 372 c.
Greek (Liddell-Scott)
φηγός: ἡ, εἶδος δρυὸς φερούσης ἐδώδιμον βάλανον (Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2), ἴσως Quercus esculus, εἰ καὶ ἀμφίβολον εἶναι ἂν τὸ δένδρον τοῦτο εὑρίσκεται τὰ νῦν ἐν Ἑλλάδι ἢ ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ· (οὐχὶ τὸ Λατ. fagus ὅπερ = ὀξύα, «ὀξυά»), εἰ καὶ ἔχουσι τὸ αὐτὸ ὄνομα), συχν. ἐν Ἰλ. (οὐχὶ ἐν Ὀδ.)· ἦτο δὲ ἀφιερωμένη ἡ φηγὸς εἰς τὸν Δία· Διὸς περικαλλέϊ φηγῷ Ἰλ. Ε. 693· φηγῷ ἐφ’ ὑψηλῇ... Διὸς Η. 60· ὁ Σοφοκλῆς καλεῖ τὴν Δωδωναίαν δρῦν τὴν παλαιὰν φ., Τραχ. 171 (πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 18., 39. 7), ἀλλὰ καὶ δρῦν, αὐτόθι 1168. ― Περὶ τῆς γλωσσικῆς μεταβάσεως ἀπὸ τοῦ φηγὸς εἰς τὸ fagus (ὀξύα) ἴδε M. Müller Sc. of. Language, 2, σ. 222, 235. ΙΙ. ἡ βάλανος τοῦ αὐτοῦ δένδρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1137. Πλάτ. Πολ. 372C. Ἐντεῦθεν φηγών, φήγινος, φηγινέος· πρβλ Λατ. fāgus, fag-inus, fag-ineus· ― Ἀγγλο-Σαξον. bôc-e (ὀξύα, Ἀγγλ. beech)· Ἀρχ. Γερμαν. bnohh-a· ― πιθαν. ἐκ τῆς √ΦΑΓ, φαγεῖν, ὡς διδάσκει ὁ Εὐστ. 594. 34, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἄκυλος (glans) πρὸς τὸ Σανσκρ. a← (edere)).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
1 chêne à glands comestibles, arbre ; ἡ παλαιὰ φηγός SOPH le chêne antique (de Dodone);
2 gland, fruit de cet arbre.
Étymologie: cf. lat. fagus ; pê de la R. Φαγ, manger.
English (Autenrieth)
(cf. fagus): a sort of oak with edible acorns. An ancient tree of this species was one of the landmarks on the Trojan plain, Il. 7.22, Il. 9.354. (Il.)