ὑψικάρηνος
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A high-topped, δρύες Il.12.132, h.Ven. 264; ἄγκος Call.Fr.anon.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν κορυφήν, ἢ ἐλάται ἡὲ δρύες ὑψικάρηνοι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 265· ἄγκος ὑψικάρηνον Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἄγκος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la tête ou à la cime élevée.
Étymologie: ὕψι, κάρηνον.