ναύλοχος

From LSJ
Revision as of 13:05, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύλοχος Medium diacritics: ναύλοχος Low diacritics: ναύλοχος Capitals: ΝΑΥΛΟΧΟΣ
Transliteration A: naúlochos Transliteration B: naulochos Transliteration C: naylochos Beta Code: nau/loxos

English (LSJ)

ον,

   A affording a safe anchorage, epith. of a harbour, λιμένες δ' ἔνι ν. αὐτῇ Od.4.846; ν. ἐς λιμένα 10.141; ν. λιπὼν ἕδρας S.Aj.460; ὦ ν. καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά ye hot springs by the haven and from the rock (unless ναύλοχα is Subst.), Id.Tr.633 (lyr.); Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαί E.Hec.1015: Sup. ναυλοχώτατος λιμήν Ph.1.181, cf. 352.    II Subst., station for ships, haven, Suid.: also neut. pl. ναύλοχα Plu.2.984b; cf. supr.

German (Pape)

[Seite 231] Schiffen zum Lager, zum Ruheplatz dienend, λιμένες ναύλοχοι, Od. 4, 846. 10, 141, Hafen mit ruhigem Ankerplatz; so ἕδραι, Soph. Ai. 455, der im plur. ὦ ναύλοχα, ihr Hafenplätze, sagt, Tr. 630, wo es nicht mit λουτρά zu verbinden ist; Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαί, Eur. Hec. 1015; einzeln bei Sp., wie Plut. Them. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ναύλοχος: -ον, ὁ τὰς ναῦς ὑποδεχόμενος τόπος, ἢ παρὰ τὸ λέχος, δηλ. τόπος ἔνθα εὐνάζονται νῆες, ὧν καὶ αἱ ἄγκυραι εὐναὶ λέγονται, λιμένες δ’ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ, «ἐν οἷς αἱ νῆες λοχῶσαι καὶ ἐνεδρεύουσαι λαθεῖν δύνανται» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 846· ναύλοχον ἐς λιμένα Κ. 141· ν. λιπὼν ἕδρας Σοφ. Αἴ. 460· ὦ ναύλοχα καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά... παραναιετάοντες, ὦ ὑμεῖς οἱ κατοικοῦντες παρὰ τὰ μεταξὺ τοῦ λιμένος καὶ τῶν κρημνῶν θερμὰ λουτρά, δηλ. τὰ τῶν Θερμοπυλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 633, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.· Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαὶ Εὐρ. Ἑκ. 1015. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σταθμὸς πλοίων, λιμήν, Σουΐδ.· ― ὡσαύτως ὡς οὐδέτ. ναύλοχα Πλούτ. 2. 984Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre au mouillage des navires ; τὰ ναύλοχα rade, port.
Étymologie: ναῦς, λέχος.

English (Autenrieth)

(root λεχ): for ships to lie in, ‘safe for ships,’ of harbors, Od. 4.846 and Od. 10.141.