γόος

From LSJ
Revision as of 13:57, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόος Medium diacritics: γόος Low diacritics: γόος Capitals: ΓΟΟΣ
Transliteration A: góos Transliteration B: goos Transliteration C: goos Beta Code: go/os

English (LSJ)

ὁ,

   A weeping, wailing, σχέθε δ' ὄσσε γόοιο Od.4.758; also of louder signs of grief, ib.103; ἐρικλάγκταν γόον Pi.P.12.21; ἀρίδακρυς γ., πολύδακρυς γ., A.Pers.949 (lyr.), Ch.449 (lyr.); γόους δακρύειν S. Aj.579; οἰκτρᾶς γ. ὄρνιθος, of the nightingale, ib.629 (lyr.); γ. τινός grief for one, Q.S.3.644; so γόους πρὸς αὐτὴν [τούτων] θησόμεσθ', ἃ πάσχομεν for our sufferings, E.Or.1121: in late Prose, LXX 3 Ma.1.18 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 502] ὁ, Klage, lautes Wehklagen u. Weinen, bes. um Verstorbene, Todtenklage; Hom. oft, z. B. Iliad. 18, 51 Odyss. 4, 102. 103; im plural. Odyss. 1, 242 ἐμοὶ δ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν. Pind. P. 3, 103. 12, 101 u. Tragg.; γόους θησόμεσθ' ἅ πάσχομεν, Klagen erheben über das, was wir leiden, Eur. Or. 1119.

Greek (Liddell-Scott)

γόος: ὁ, πᾶν ἐξωτερικὸν σημεῖον θλίψεως: κλαυθμός, θρῆνος, στεναγμός, κραυγή, πένθος, ὀλολυγμός· παρ᾿ Ὁμ. ἔτι καὶ ἐπὶ δακρύων, π. χ. σχέθε δ᾿ ὄσσε γόοιο Ὀδ. Δ. 758· οἷον ἐπὶ μεγαλοφωνοτέρων σημείων θλίψεως, αὐτ. 103· ἐρικλάγκταν γόον Πίνδ. ΙΙ. 12. 37· ἀρίδακρυς γ., πολύδακρυς γ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 947, Χο. 449· γόους δακρύειν Σοφ. Αἴ. 579· οἰκτρᾶς γ. ὄρνιθος, τῆς ἀηδόνος· αὐτ. 628·― γ. τινός, θρῆνοςλύπη διά τινα, Κόϊντ. Σμυρ. 3. 644· οὕτω, γόους [τούτων] θησόμεσθ᾿, ἅ πάσχομεν, τῶν παθημάτων μας, τῶν συμφορῶν μας, Εὐρ. Ὀρ. 1121. (Ἐντεῦθεν γοάω. Ἴσως √ΓΟ καὶ √ΒΟ εἰσὶ συγγενεῖς· ἴδε ἐν Β β. Ι.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gémissement, lamentation, plainte ; γόους δακρύειν SOPH gémir en pleurant ; γόος τινός, gémissement sur le sort de qqn.
Étymologie: R. Γο p. ΓοϜ, faire résonner.

English (Autenrieth)

wailing, lamentation; γόον δ' ὠίετο θῦμός, ‘his soul was engrossed with woe,’ he was ready to burst into wailing, Od. 10.248.

English (Slater)

γόος
   1 lamentation ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον (sc. Ἀχιλλεύς) (P. 3.103) ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (P. 12.21) cf. (P. 12.7)