ἐγκαθίζω

From LSJ
Revision as of 13:59, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαθίζω Medium diacritics: ἐγκαθίζω Low diacritics: εγκαθίζω Capitals: ΕΓΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: enkathízō Transliteration B: enkathizō Transliteration C: egkathizo Beta Code: e)gkaqi/zw

English (LSJ)

Ion. ἐγκατίζω,

   A seat in or upon, εἰς θρόνον Pl.R.553c; ἐ. στρατιὰν ἐν τοῖς τόποις station a force in a place, Plb.16.37.4: aor. 1 Med., ναὸν ἐγκαθείσατο (vulg. ἐγκαθείσατο, cf. ἐγκαθισάμενοι τὰ ὅπλα v.l. in J.BJ5.1.2) founded a temple there, E. Hipp.31.    2 administer a sitz-bath to one, Sor.1.64, Herod.Med. ap.Orib.6.20.18, etc.:—Pass., Hp.Mul.1.35; also, to be used for such, Dsc.5.13,30.    3 cause to subside upon, τοῖς κοιλώμασι τὴν ὑπερκειμένην γῆν Lyd.Ost.53.    II intr., sit in or upon, [θρόνῳ] Pi. P.4.153:—Med., ἐγκατίζεσθαι εἰς θρόνον take one's seat on... Hdt.5.26.

German (Pape)

[Seite 703] (s. ἵζω), darauf setzen; εἰς τὸν θρόνον τινά, Plat. Rep. VIII, 553 c, wie im med., ἐγκαθιζόμενος ἐς θρόνον, sich darauf setzend, Her. 5, 26; vgl. Ar. Eccl. 23; darin aufstellen, ἐγκαθίσαι ἄγαλμα Poll. 1, 11; vgl. ναῷ Κύπριδος ἐγκαθίσατο (v. l. ἐγκαθείσατο) Ἔρωτα Eur. Hipp. 31; ἐνεκάθισε στρατιὰν ἐν τοῖς τόποις, ließ es sich lagern, Pol. 16, 37, 4; – intrans., daraufsitzen, θρόνῳ Pind. P. 4, 153, wie Poll. 1, 209.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθίζω: Ἰων. -κατίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, καθίζω τινὰ ἔν τινι τόπῳ ἢ ἐπάνω εἴς τι, εἰς θρόνον Πλάτ. Πολ. 553C. 2) ἐγκ. στρατιὰν ἐν χωρίῳ τινί, τοποθετῶ δύναμιν στρατιωτικὴν ἔν τινι τόπῳ, Πολύβ. 16. 37, 4: - οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ. α΄, ναὸν ἐγκαθείσατο (κοινῶς ἐγκαθίσατο, ὡς ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 1, 2, ἐγκαθισάμενοι τὰ ὅπλα), ἵδρυσεν ἐκεῖ ναόν, Εὐρ. Ἱππ. 31. ΙΙ. ἀμετάβ. κάθημαι ἐντὸς ἢ ἐπί τινος, θρόνῳ Πινδ. Π. 4. 272· ἀλλ’ (ἐν τῷ μέσ.), ἐγκατίζεσθαι εἰς θρόνον, καθίζομαι εἰς θρόνον, Ἡρόδ. 5. 26.

French (Bailly abrégé)

f. ἐγκαθίσω, att. ἐγκαθιῶ;
asseoir;
Moy. ἐγκαθίζομαι;
1 asseoir, établir, fonder;
2 s’asseoir, ἔς τι sur qch.
Étymologie: ἐν, καθίζω.

English (Slater)

ἐγκᾰθίζω
   1 sit upon c. dat. “θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων” (P. 4.153)