αἰνοπαθής
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
English (LSJ)
ές,
A suffering dire ills, Od.18.201, A.R.4.1078, AP7.167 (Diosc. or Hecat.); πατρίς Anacr.36.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνοπᾰθής: -ές, = ὁ ὑφιστάμενος δεινὰ παθήματα, Ὀδ. Σ. 201. Ἀνθ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui souffre des maux affreux.
Étymologie: αἰνός, πάθος.
English (Autenrieth)
(πάσχω): dire-suffering, ‘poor sufferer,’ Od. 18.201†.
English (Slater)
αἰνοπαθής ?
1 suffering dreadfully ]αἰνοπα[θ (supp. Lobel.) Θρ. 5c. 3.