διανέμω

From LSJ
Revision as of 14:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανέμω Medium diacritics: διανέμω Low diacritics: διανέμω Capitals: ΔΙΑΝΕΜΩ
Transliteration A: dianémō Transliteration B: dianemō Transliteration C: dianemo Beta Code: diane/mw

English (LSJ)

late fut.

   A -νεμήσω App.BC5.3: aor. διένειμα X.Cyr.4.5.45, etc.; aor. regul. -ένειμα, but inf. διανεμῆσαι Did.in D.9.21: pf. -νενέμηκα X.Cyr.4.5.45:—distribute, apportion, τοῖς μὲν τιμάς, τοῖς δὲ ἀτιμίας Pl.Lg.830e, etc.; ἐπὶ τὰ αὑτῶν ἕκαστα ἐκμαγεῖα Id.Tht.194d; δ. μέρη divide into portions, Id.Lg.756c, cf. Ti.35b; ἡ χώρα κατὰ δώδεκα μέρη διανενέμηται Id.Lg.758e; δ. ἑαυτόν distribute oneself among friends, Arist.EN1171a3; δ. ἴσον αὑτόν [ὁ Πλοῦτος] Ar.Pl. 510; ὁ διανέμων the distributor, Arist.EN1136b26; assign, Pl.Cra. 430b, Arist.Cael.306b31:—Med., divide among themselves, τὰ κοινά And.1.135; τὴν ἀρχήν Pl.Grg.523a; δ. τὰ τῶν πλουσίων Arist.Pol. 1281a15; also διανειμάμενοι δίχ' ἑαυτούς Pl.Com.153.2:—Pass., δ. εἰς τὸν λαόν to be spread abroad, Act.Ap.4.17.    II set in order, govern, ἄστυ Pi.P.4.261, cf. 8.62.

German (Pape)

[Seite 592] (s. νέμω), 1) vertheilen, Plat. u. Folgde, bes. τινί τι, z. B. τὰ δίκαια καὶ ὅσια ὀρθῶς πᾶσι Polit. 301; auch ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστα ἐκμαγεῖα, auf, Theaet. 194 d; Min. 321 c; τριχῇ τὸ στράτευμα Gorg. 464 c; ἡ χώρα κατὰ δώδεκα μέρη διανενέμηται Legg. VI, 758 e; εἴς τι, Tim. 55 d; auch γῆ δὲ καὶ οἰκήσεις ὡσαύτως τὰ αὐτὰ μέρη διανεμηθήτων, sollen in eben so viel Theile getheilt werden, Legg. V, 737 e; vgl. Tim. 35 b. – 2) verwalten, ἄστυ, ναόν, Pind. P. 4, 261. 8, 65. – Med., unter sich vertheilen, sich in etwas theilen, Her. 8, 128; Plat. Gorg. 523 a u. Folgde, z. B. Plut. Them. 4; aber διανειμάμενοι δίχ' ἑαυτούς, sie theilten sich in zwei Theile, Plat. com. bei Schol. Blat. p. 314.

Greek (Liddell-Scott)

διανέμω: μέλλ. -νεμῶ· πρκμ. -νενέμηκα· - διαμοιράζω, κατ’ ἀναλογίαν παρέχω, τινί τι Ἀριστοφ. Πλ. 510, Πλάτ. Νόμ. 830Ε, κτλ.· τι ἐπί τι ὁ αὐτ. Θεαιτ. 194D· δ. μέρη, διαμοιράζω εἰς μέρη, ὀ αὐτ. Νόμ. 756Β, πρβλ. Τιμ. 35C, καὶ ἴδε ἐν λ. διακρίνω· ἀλλ’ ὡσαύτως, δ. κατὰ μέρη ὀ αὐτ. Νόμ. 758Ε· δ. ἑαυτόν, διαμοιράζει ἑαυτὸν μεταξὺ πολλῶν φίλων, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10, 4· ὁ διανέμων, ὁ διανομεύς, ὁ αὐτ. 5. 9, 10. - Μέσ., διαμοιράζω ἀμοιβαίως· πληθ., μοιραζόμεθα μεταξύ μας, Ἀνδοκ. 17. 38, Πλάτ. Γοργ. 523Α, κτλ.· δ. τὰ τῶν πλουσίων Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 2· ὡσαύτως, διανειμάμενοι δίχ’ ἑαυτούς Πλάτ. Κωμ. Συμμ. 2· πρβλ. ψῆφος Π. 4. - Παθ., δ. εἰς τὸν λαόν, διαδίδομαι μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Πράξ. Ἀποστ. δ’ , 17. ΙΙ. βάλλω εἰς τάξιν, κυβερνῶ, ἄστυ Πίνδ. Π. 4. 465, πρβλ. 8. 90.

French (Bailly abrégé)

f. διανεμῶ, etc.
partager, distribuer : δ. τινί τι attribuer à qqn une part de qch ; fig. δ. ἑαυτόν ARSTT se partager (entre des amis);
Moy. διανέμομαι partager entre soi.
Étymologie: διά, νέμω.

English (Slater)

διανέμω
   1 govern ἄστυ χρυσοθρόνου διανέμειν θεῖον Κυράνας (P. 4.261) τὺ δ, Ἑκαταβόλε, πάνδοκον ναὸν εὐκλέα διανέμων Πυθῶνος ἐν γυάλοις (P. 8.62)