ἰατός
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
[ῑ], ή, όν,
A curable, Pi.I.8(7).15, Pl.Lg.862c,al.
German (Pape)
[Seite 1234] heilbar, wieder gut zu machen, Plat. Legg. V, 731 c IX, 862 c u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, Πινδ. Ι. 8 (7). 30, Πλάτ. Νόμ. 862C, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
guérissable.
Étymologie: ἰάομαι.
English (Slater)
ῑᾱτός
1 curable ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά (I. 8.15)