ἀδέσποτος
Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau
English (LSJ)
ον,
A without master or owner, ἀρετὴ ἀ. Pl.R.617e; τὸ παρ' ἡμᾶς ἀ. Epicur.Ep.3p.65U.: of property, POxy.1188.15 (13 A.D.), cf. Str.17.1.12: of freedmen, Myro Hist.2; οἰκήσεις Arist.EN1161a7, cf. E.Hyps.Fr.1.11; ἀ. καὶ αὐτοκρατεῖς, of the gods, Plu.2.426c; ἀ. βίος Sallust.21. II of rumours or writings, anonymous, Cic. Fam.15.17.3, D.H.11.50, Plu.Cic.15, etc. Adv. -τως J.Ap.1.16, Sch.Ar.Ra.1400. III ungovernable, λύπη Democr.290.
German (Pape)
[Seite 33] (δεσπότης), 1) ohne Herrn, δοῦλοι Myro bei Ath. VI, 102 (271 f); οἰκήσεις Arist. Eth. Nic. 8, 10. – 2) von unbekanntem Verfasser, anonym, ἐπιστολή Plut. Cic. 15; φήμη, unverbürgt, Oth. 4, wie rumores bei Cic. Fam. XV, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδέσποτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων κύριον, δεσπότην, ἐπὶ περιουσίας, Πλάτ. Πολ. 617Ε: ἐπὶ ἀπελευθέρων, Μύρων παρ’ Ἀθ. 271F, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6· ἀδ. καὶ αὐτοκρατεῖς, περὶ τῶν θεῶν, Πλούτ. 2. 426C. II. περὶ διαδεδομένης φήμης, ἢ περὶ συγγράμματος ἀνωνύμου, ἢ περὶ οἱουδήποτε πράγματος ἢ κτήματος ἄνευ ἰδιοκτήτου, Διον. Ἁλ. 11. 50, Πλουτ. Κικ. 15. κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1447.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans maître, libre, indépendant;
2 anonyme.
Étymologie: ἀ, δεσπότης.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene dueño c. gen. ἀδέσποτος μὲνο ἶκος ἀρσένων E.Fr.752d.11
•abstr. οἰκήσεις Arist.EN 1161a7, τόπος Procl.in Ti.1.145.10, en pap. esp. de terrenos ψιλοὶ τόποι ἀδέσποτοι CPR 15.5 (I d.C.), γῆ PCair.Isidor.3.13 (III d.C.)
•τὰ ἀ. propiedades sin herederos o dueños que eran confiscadas por el ἰδιόλογος y pasaban a la propiedad del Estado, Str.17.1.12, cf. PCair.Zen.622.4 (III a.C.), BGU 1219.24 (II a.C.), SEG 9.5.64 (Cirene II/I a.C.)
•de pers. libre, que no tiene dueño ἀδέσποτοι καὶ αὐτοκρατεῖς de los dioses, Plu.2.426c
•en Esparta liberto Myro 1
•fig. βίος ἀ. vida liberada de la esclavitud Sallust.21.2, ἡμεῖς αἷμα φέροντες ἀδέσποτον Nonn.Par.Eu.Io.8.33, ἀδέσποτον σκάφος nave sin capitán del pueblo ateniense, Plb.6.44.3
•fig. c. nombres abstr. ἀρετὴ ἀ. virtud no impuesta, libre Pl.R.617e, Plot.2.3.9, ὅσῳ καὶ πενία ἀ. πλούτου δουλεύοντος προφέρει en cuanto es mejor una pobreza sin amo que una riqueza con esclavitud D.C.62.3.1
•subst. τὸ ἀ. libertad Epicur.Ep.[4] 133, Gr.Nyss.Or.Catech.5.
2 anónimo ἐπιστολή Cic.Fam.15.17.3, Plu.Cic.15, φῆμαι ἀδέσποτοι rumores D.H.11.50.
II ingobernable λύπη Democr.B 290, τὸ ἐρωτικόν Plu.2.758d.
III adv. -ως de manera anónima μυθολογούμενα I.Ap.1.16, προφέρεσθαι Sch.Ar.Ra.1400D.