ἀδιόρθωτος

From LSJ
Revision as of 11:46, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιόρθωτος Medium diacritics: ἀδιόρθωτος Low diacritics: αδιόρθωτος Capitals: ΑΔΙΟΡΘΩΤΟΣ
Transliteration A: adiórthōtos Transliteration B: adiorthōtos Transliteration C: adiorthotos Beta Code: a)dio/rqwtos

English (LSJ)

ον,

   A not corrected, not set right, D.4.36:—of books, unrevised, Cic.Att.13.21a.1.    II irremediable, ὁρμή D.S.37.3; δουλεία App.BC3.90, cf. D.L.5.66; ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν D.H.6.20. Adv. -τως D.S.29.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιόρθωτος: -ον, ὁ μὴ διωρθωμένος, ὁ μὴ ἐν τάξει, Δημ. 50. 18: ― ἐπὶ βιβλίων = μὴ διορθωθέντα, ἐπιθεωρηθέντα, Κικ. ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 13. 21· πρβλ. διορθωτής. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, ἀδιόρθωτος, ἀνεπανόρθωτος, δουλεία, Ἀππ. Ἐμφ. 3. 90· πρβλ. Διογ. Λ. 5, 66· ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν, Διον. Ἁλ. 6. 20. ― Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 29. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non redressé, non corrigé.
Étymologie: ἀ, διορθόω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no preparado τῇ τούτου (τοῦ πολέμου) παρασκευῇ ἄτακτα ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα D.4.36
de libros no corregido Cic.Att.327.1, Anon.Prol.24.14
no enmendado ἀβουλία Gr.Nyss.M.46.81B
de pers. no reformado Chrys.M.61.420.
2 que no puede ser arreglado, irremediable, incorregible ὁρμή D.S.37.3, δουλεία App.BC 3.90, ἁμαρτία D.C.69.4.5, ἀργία D.L.5.66, cf. Gloss.2.218
neutr. plu. subst. τὰ ἀ. ἀδικούντων D.H.6.20.
II adv.
1 neutr. plu. como adv. sin corregir τὰ αὐτὰ γέγραφε ... καὶ ἀδιόρθωτα εἴακε τῷ ἐπείγεσθαι los dejó sin corregir por la prisa D.L.10.27.
2 adv. -ως erróneamente ἀ. ἔχειν Chrys.M.58.512
irremediablemente τῇ λύπῃ συνεχόμενος D.S.29.25.