βουθυσία
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A sacrifice of oxen, IG14.830 (Puteoli), AP7.119, Porph. Abst.2.55; Ἥρας in her honour, Pi.N.10.23: in pl., Id.O.5.6, D.C. 46.40.
German (Pape)
[Seite 456] ἡ, Rinderopfer, Pind. N. 10, 23; plur., 5, 6 u. Sp., wie D. Sic. 1, 48.
Greek (Liddell-Scott)
βουθῠσία: ἡ, ἡ θυσία βοῶν, Συλλ. Ἐπιγρ.2336.10., 5853.11. Ἀνθ. ΙΙ. 7.119· Ἥρας, εἰς τιμὴν τῆς Ἥρας Πινδ. Ν. 10. 42· κατὰ πληθ. , ὁ αὐτ. Ο. 5.12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sacrifice de bœufs ou de génisses.
Étymologie: βοῦς, θύω.
English (Slater)
βουθῠσία
1 sacrifice of cattle βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις (O. 5.6) ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (τελεῖται δὲ κατὰ τὸ Ἄργος τὰ Ἥραια ἢ τὰ Ἑκατόμβαια διὰ τὸ ἑκατὸν βοῦς θύεσθαι τῇ θεῷ. Σ. (O. 7.152) ) (N. 10.23) ]δωροις βουθυ[ (possis [σι, [τ) Θρ. 7. 12.
Spanish (DGE)
(βουθῠσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη A.R.1.517 (proecdosis), AP 7.119
• Grafía: graf. βουθουσία IG 14.830.11 (Puteoli II d.C.)
sacrificio de ganado vacuno Ἥρας en honor de Hera Pi.N.10.23, βουθυσίην Ἑκάτοιο καταυτόθι δαινυμένοισι A.R.l.c., μολπὴ καὶ β. IStratonikeia 1.3, 8 (III a.C.), cf. INikaia 1503.13 (III d.C.)
•plu. Pi.O.5.6, D.S.1.48, D.C.46.40.1.