δάσος
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, (δᾰσύς)
A thicket, copse, Men.Epit.25, Str.9.3.13, 17.2.2 (pl.), Ael.NA7.2, etc. II shagginess, τοῦ σώματος Alciphr. 3.28; roughness, PLeid.X.74.
German (Pape)
[Seite 523] τό, das Dickicht, Gebüsch, Strab., Ael H. A. 7, 2, ὑλῶν; übh. Rauchheit, κλημάτων 3, 40; σώματος Alciphr. 3, 28. Die Atticisten verwerfen das Wort.
Greek (Liddell-Scott)
δάσος: -εος, τό, (δᾰσὺς) = δρυμός, σύνδενδρος τόπος, «λόγγος», Στράβων 821, Αἰλ. π. Ζ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τις τραχὺς ἢ πλήρης τριχῶν τραχειῶν, οἶαι τοῦ χοίρου, Ἀλκίφ. 3. 28.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
bois touffu, fourré.
Étymologie: δασύς.
Spanish (DGE)
-εος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 espesura, bosque εὑρήσεις ὄρεά τε πλεῖστα καὶ δάσεα καὶ πεδία καὶ λειμῶνας ἐόντας Hp.Aër.13, cf. Str.9.3.13, 17.2.2, Ael.NA 10.35, Hld.2.19.7
•c. gen. espesura, frondosidad τῶν χωρίων Men.Epit.66, τῆς Πηλαίας Ps.Dicaearch.2.7, τῆς δρυός LXX 2Re.18.9, τοῦ δρυμοῦ LXX Is.9.17, αὐτῶν (de los bosques), Ael.NA 7.2, τῶν κλημάτων Ael.VH 3.40, cf. Hsch.
2 vellosidad, aspecto velloso τοῦ σώματος Alciphr.2.25.2
•fig. aspereza τὸ δὲ χαλκοῦν μὴ ἐχέτω δ. que el objeto de cobre no tenga aspereza, PLeid.X.73.
3 medic. densidad, turbiedad οὖρον ... δ. ἔχον διασπώμενον Hp.Coac.581.
• Etimología: Neutr. en *-os sobre la r. que da lugar a δασύς q.u.