δίκροος

From LSJ
Revision as of 12:25, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίκροος Medium diacritics: δίκροος Low diacritics: δίκροος Capitals: ΔΙΚΡΟΟΣ
Transliteration A: díkroos Transliteration B: dikroos Transliteration C: dikroos Beta Code: di/kroos

English (LSJ)

α, ον, contr. δίκρους, α, ουν; or δικρόος, contr. δικροῦς, ᾶ, οῦν; also written δίκρος, α, ον:—

   A forked, cloven, γλώσσημα A.Fr. 152, cf. X.Cyn.10.7; ξύλον Timocl.9.6; χηλή Arist.HA590b25, etc.; of a serpent's tongue, Id.PA660b6, al.; of the womb, in selachians, Id.HA511a6; of muscles and tendons, Gal.2.369; δίκρα ῥίζα Thphr. HP9.11.3; δικροῖς ἐώθουν τὴν θεὸν—κεκράγμασιν (παρὰ προσδοκίαν for ξύλοις) Ar.Pax637; δίκρουν or δικροῦν, τό, bifurcation, Hp.Coac. 225, cf. Pl.Ti.78b; also δικρόα, ἡ, X.Cyn.9.19, Thphr.HP2.6.9.

German (Pape)

[Seite 630] od. δικρόος, zsgzgn δίκρους u. δικροῦς, = δίκρανος, Phryn. p. 233; nach Lobeck von κρόω (κρούω); zweispitzig, doppelt, z. B. δικροῖς ἐώ θουν τὴν θεόν (vgl. δίκρανος) Ar. Pax 637; Arist. H. A. 4, 2 part. anim. 2, 17, u. öfter die erste Form; δίκροον ξύλον, Gabel, Timocl. com. Ath. VI, 243 c; ἡ δικρόα, Spalt, Einschnitt, Arist. H. A. 3, 1. Auch δικρός, Xen. Cyn. 10, 7; od. δίκρος, z. B. δίκρα ὄψις Aesch. frg. 42. Vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. u. Paralip. I p. 42.

Greek (Liddell-Scott)

δίκροος: -α, -ον, ἢ δικρόος, συνῃρ. δίκρους, ουν, ἀμφίβολον τὸ δίκρος, α, ον·― ὡς τὸ δίκραιος, δίκραιρος, δισχιδής, δύο ὀδόντας ἢ χηλὰς ἔχων, Ξεν. Κυν. 10, 7· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 20, κτλ.· ἐπὶ τῆς γλώσσης τοῦ ὄφεως, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 6 κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς μήτρας, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 3. 1, 20· δίκροις ἐώθουν τὴν θεὸν ― κεκράγμασιν (κωμικῶς ἀντὶ ξύλοις) Ἀριστοφ. Εἰρ. 637· ― δίκρουν, τό, τὸ δίκρανον, Ἱππ. Κωακ. 156Α, Πλάτ. Τιμ. 48Β· ἀσυναιρ. δικρόα, ἡ, Ξεν. Κυν. 2, 7., 9, 19. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει Β. 70.

French (Bailly abrégé)

-ους, οος-ους (ou subst. -όα), οον-ουν;
1 à deux pointes ; fourchu;
2 subst.δικρόα forme fourchue d’un organe ; τὰ δικρᾶ fourche pour soutenir les filets.
Étymologie: δίς, κρούω.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): contr. -κρους, -α, -ουν Pl.Ti.78b, Arist.HA 526a1, 611a34, Timocl.9.6, Gal.2.369; δικροῦς Ar.Pax 637, Hp.Coac.225, Aen.Tact.36.1

• Morfología: δίκροος, -ον Il.Paru.5
1 de doble punta, ahorquillado αἰχμή Il.Paru.l.c., δικροῖς ἐώθουν τὴν θεὸν κεκράγμασιν (burlesco, se espera ξύλοις) Ar.l.c., ρρυμός δίκρος IG 13.386.28 (V a.C.), ξύλον Timocl.l.c., Aen.Tact.l.c., δένδρον Artem.5.74
esp. anat. ἐγκύρτιον Pl.Ti.78b, κέρας del ciervo, Arist.HA 611a34, πούς del bogavante, Arist.HA 526a1, cf. 590b25
de la lengua de serpiente bífida Arist.PA 660b6
de conductos o vasos doble, bifurcado ὑστέραι de ciertos peces, Arist.HA 564b20, cf. 524a6, de un músculo, Gal.2.369.
2 anat., subst. τὸ δ. bifurcación γλώσσης Hp.l.c., πρὸς τοῖς δεικροῖς sobre los huesos bifurcados ref. a los que forman el arco cigomático, medic. en AfP 4.1908.271.

• Etimología: Comp. de δι- y de *κροϝος, de la r. *κερH3- ‘saliente’, ‘cabeza’, que da lugar a κάρα y a κέρας.