τριάκοντα
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
[ᾱκ], symbol: λʹ, Ep. and Ion. τρῐήκ-, late Gr. τρῐάντα (q. v.), οἱ, αἱ, τά, indecl.; but gen.
A τριηκόντων Hes.Op.696, also in later Ep., Call.Fr.67; dat. τριηκόντεσσιν AP11.41 (Phld.):—thirty, Il.2.516, IG12.1.9, etc.; τ. καὶ ἕνα thirty-one, ib.42(1).71.9 (Epid., iii B. C.). II οἱ τ., esp., 1 at Sparta, a council of war of thirty, X.Ages.1.7, HG3.4.2,20, 4.1.5, al. 2 at Athens, the Thirty, commonly called the thirty tyrants, appointed on the taking of Athens (404 B.C.), ib.2.3.2, IG22.6.12, Pl.Ap.32c, Arist.Rh.1400a18. 3 certain magistrates, v. τεσσαράκοντα; οἱ λογισταὶ οἱ τ. (IG12.91.8) are sts. called simply οἱ τ., IG12.191.1, 193.1. [In late Epigr. ᾰκ, AP11.298, etc.]
Greek (Liddell-Scott)
τριάκοντα: [ᾱ], Ἐπικ. καὶ Ἰων. τριήκ-, οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτ.· ἀλλ’ ὅμως ὑπάρχει γεν. τριηκόντων ἐν χρήσει παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 694, καὶ παρὰ μεταγεν. μιμηταῖς, οἷον Καλλ. ἐν Ἀποσπ. 67· δοτ. τριηκόντεσσιν Ἀνθ. Π. 11. 41. - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τριάντα», Λατ. triginta, Ὅμ., κλπ. ΙΙ. οἱ τριάκοντα, ἰδίως, 1) ἐν Σπάρτῃ, οἱ παρὰ τοῖς βασιλεῦσι διοριζόμενοι ὡς σύμβουλοι Σπαρτιᾶται πολίται, Ξεν. Ἀγησ. 1, 7, Ἑλλην. 3. 4, 2, κλπ. 2) ἐν Ἀθήναις, οἱ τριάκοντα, οἱ κοινῶς καλούμενοι τριάκοντα τύραννοι, οἱ διορισθέντες κατὰ τὴν ἅλωσιν τῶν Ἀθηνῶν (404 π. Χ.), αὐτόθι 2. 3, 2, Πλάτ. Ἀπολ. 32C, κλπ. 3) ἄρχοντές τινες, ἴδε τεσσαράκοντα. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριάκοντα· οὗτοι ἐχειροτονοῦντο δικασταὶ Ἀθήνησιν, οἵτινες ἐζημίουν τοὺς μὴ παραγενομένους τῶν πολιτῶν εἰς ἐκκλησίαν», ἴδε καὶ Φώτ. ἐν λέξ. [Ἐν μεταγεν. ἐπιγράμμασιν ᾰ, Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. 617, 705, 806].
French (Bailly abrégé)
numéral indécl.
trente ; οἱ τριάκοντα les Trente, càd les trente tyrans, à Athènes.
Étymologie: τρεῖς, -κοντα.