μηδέπω
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
Adv.
A nor as yet, not as yet, Id.Pr.741, Pers.435, etc.
German (Pape)
[Seite 170] und noch nicht, auch noch nicht, noch nicht einmal; εὖ νῦν τόδ' ἴσθι μηδέπω μεσοῦν κακόν, Aesch. Pers. 427, vgl. Prom. 742; Xen. Cyr. 1, 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
μηδέπω: ἐπίρρ., ὄχι ἀκόμη, εἶναι δόκει σοι μηδέπω ’ν προοιμίοις, μηδὲ εἰς τὰ προοίμια ἀκόμη, Αἰσχύλ. Πρ. 741, Πέρσ. 435. κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
pas encore, pas une fois.
Étymologie: μηδέ, πώ.