χρυσομανής

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσομᾰνής Medium diacritics: χρυσομανής Low diacritics: χρυσομανής Capitals: ΧΡΥΣΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: chrysomanḗs Transliteration B: chrysomanēs Transliteration C: chrysomanis Beta Code: xrusomanh/s

English (LSJ)

ές,

   A mad after gold, σπατάλη AP5.301.2 (Agath.): hence χρυσο-μᾰνέω, Suid.; χρυσο-μᾰνία, ἡ, Tz H.3.301 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1381] ές, goldtoll, rasend auf Gold versessen, goldgierig, σπατάλη Agath. 3 (V, 302).

Greek (Liddell-Scott)

χρυσομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸν χρυσόν, Ἀνθ. Π. 5. 302, Ἐκκλ.· - τὸ ῥῆμα -μανέω, Σουΐδ.· - τὸ οὐσιαστ. -μανία, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 301.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που επιθυμεί με μανία τον πλούτο, χρυσολάτρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής].