αγκίστρωμα
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
το αγκιστρώνω
1. σύλληψη, πιάσιμο ψαριού στο αγκίστρι
2. τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι
3. ανάρτηση από άγκιστρο, γάντζωμα.