αγκίστρωμα
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
το αγκιστρώνω
1. σύλληψη, πιάσιμο ψαριού στο αγκίστρι
2. τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι
3. ανάρτηση από άγκιστρο, γάντζωμα.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
το αγκιστρώνω
1. σύλληψη, πιάσιμο ψαριού στο αγκίστρι
2. τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι
3. ανάρτηση από άγκιστρο, γάντζωμα.