Φοίβειος
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de Phœbos.
Étymologie: Φοῖβος.
Russian (Dvoretsky)
Φοίβειος: ион. Φοιβήϊος 3 и
1 фебов, посвященный Фебу (ἱρόν Her.; λατρεία Eur.);
2 вдохновленный Фебом (γυνή Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
Φοίβειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἴων 461· Ἰωνικ. Φοιβήιος, η, ον (ὡσαύτως, ἐν Εὐρ. Ι. Α. 756 (Λυρ.), πρβλ. Ἀχίλλειος)· ― ὁ εἰς τὸν Φοῖβον ἀνήκων ἢ ἱερὸς τοῦ Φοίβου, Ἡρόδ. 6, 61, Εὐρ. Φοίν. 225, Ἀποσπ. 859· ― θηλυκ. Φοιβηίς, ίδος, Ἀνθ. Π. 9. 201, κλπ.
Greek Monolingual
-εία, -ον, θηλ. και -ος, και ιων. τ. Φοιβήϊος, -ΐη, -ον, θηλ. και Φοιβηΐς, -ΐδος, Α Φοῖβος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι αφιερωμένος στον Φοίβο.
Greek Monotonic
Φοίβειος: -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. Φοιβήϊος, -η, -ον· αυτός που ανήκει στο Φοίβο, αφιερωμένος σε αυτόν, σε Ηρόδ., Ευρ.