έκθλιψη

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔκθλιψις)
1. εξαγωγή, αφαίρεση χυμού με συμπίεση
2. αποβολή τελικού φθόγγου ή διφθόγγου που σημειώνεται με απόστροφο όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο
νεοελλ.
ειδική μέθοδος εξαγωγής τών αιθέριων ελαίων
αρχ.
κατάθλιψη, θλίψη.