αβρόβιος

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἁβρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μέσα στην πολυτέλεια, την άνεση, αβροδίαιτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + βίος.