αγρυπνώ

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

[Α ἀγρυπνῶ (-έω)]
1. δεν μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα, μένω άγρυπνος, ξενυχτώ
2. προσέχω, επιτηρώ, φροντίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγρυπνος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγρυπνητικός
νεοελλ.
αγρύπνημα, αγρυπνητής].