Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδευκής

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

ἀδευκής, -ές (Α)
1. ο μη γλυκός, δηλ. ο πικρός, ο οδυνηρός, ο σκληρός
2. απρόβλεπτος, απροσδόκητος, απρόσμενος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ., όπως αβέβαιη είναι γενικά και η σημασία του. Η σημ. «μη γλυκός, πικρός» οδηγεί σε ετυμολ. από - στερητ. + δεῦκος, το = το γλεύκος «μούστος, γλυκός χυμός σταφυλιού» (πρβλ. και δευκής «γλυκύς» στον Νίκανδρο). Η σημ. (2) αντιθέτως οδηγεί στο μαρτυρούμενο από τον Ησύχιο ρ. δεύκω «βλέπω»: -δευκής < - στερητ. + δεύκω. Τέλος, επειδή πάλι στον Ησύχιο μαρτυρείται και δεύκω με σημ. «φροντίζω», το -δευκής θα μπορούσε να προέρχεται από αυτό το δεύκω, οπότε θα εσήμαινε τον «άφροντι, αδιάφορο», σημασία στην οποία θα συνηγορούσε το επίρρ. ἐν-δυκ-έως «πρόθυμα, με ενδιαφέρον, με φροντίδα» (πρβλ. και τα κύρια ονόματα Πολυδεύκης και πιθ. Δευκ-α-λίων, αν το δεύτερο δεν προήλθε ανομοιωτικά από αρχ. τύπο Λευκαλίων)].