αλληλέγγυος

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀλληλέγγυος, -ον)
αυτός που είτε από εκούσια δέσμευση είτε από τον νόμο έχει με άλλον ή άλλους κοινή υποχρέωση ή ευθύνη
νεοελλ.
1. συνεργός, συμβοηθός, συμπαραστάτης
2. το ουδ. ως ουσ. το αλληλέγγυον
η σχέση αλληλεγγύης, αμοιβαία ευθύνη, αλληλεγγυότητα
μσν.
φορολογικό μέτρο του βυζαντινού κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλ(ο)- + ἔγγυος.
ΠΑΡ. αλληλεγγύη
νεοελλ.
αλληλεγγυότηχα, αλληλεγγυώμαι].