αντίφαση
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
Greek Monolingual
η (Α ἀντίφασις) αντίφημι
νεοελλ.
1. το να λέει κάποιος το αντίθετο αυτού που είπε προηγουμένως
2. αντίθεση, ασυμφωνία, ανακολουθία
αρχ.
(Λογ.) (για δύο αντίθετες έννοιες ή προτάσεις) το να αίρει η μία την άλλη.