αντιβαίνω
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
Greek Monolingual
(Α ἀντιβαίνω)
νεοελλ.
βρίσκομαι σε αντίθεση, σε ασυμφωνία με κάτι, αντίκειμαι σε κάτι
αρχ.
1. βαδίζω εναντίον κάποιου, αντιστέκομαι
2. πατώ επάνω, στηρίζω τα πόδια μου επάνω σε κάτι
3. (αμτβ.) εναντιώνομαι.