αντιβαίνω

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

ἀντιβαίνω)
νεοελλ.
βρίσκομαι σε αντίθεση, σε ασυμφωνία με κάτι, αντίκειμαι σε κάτι
αρχ.
1. βαδίζω εναντίον κάποιου, αντιστέκομαι
2. πατώ επάνω, στηρίζω τα πόδια μου επάνω σε κάτι
3. (αμτβ.) εναντιώνομαι.