αποθηκάριος
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Greek Monolingual
ο αποθήκη
νεοελλ.
1. ο υπεύθυνος, ο εντεταλμένος για την εποπτεία, τη διαχείριση της αποθήκης
2. στρ. υπαξιωματικός επιφορτισμένος με τη φύλαξη και διανομή στρατιωτικού υλικού ή τροφίμων στους οπλίτες.