αποστερώ

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποστερῶ, ἀποστερέω)
1. στερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει
2. αποστερούμαι
αποβάλλω, χάνω
αρχ.
παίρνω με απάτη, εξαπατώ
2. αποτυγχάνω
3. κλέβω, κατακρατώ
4. (για χρέη) αρνούμαι να πληρώσω
5. (Λογ.) εξάγω αρνητικό συμπέρασμα
6. φρ. «ἀποστερῶ ἐμαυτόν τινος» — απομακρύνω τον εαυτό μου από κάποιον ή κάτι.