αὔγασμα

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔγασμα Medium diacritics: αὔγασμα Low diacritics: αύγασμα Capitals: ΑΥΓΑΣΜΑ
Transliteration A: aúgasma Transliteration B: augasma Transliteration C: aygasma Beta Code: au)/gasma

English (LSJ)

-ατος, τό, brightness, whiteness, LXX Le.13.38.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mancha descolorida ἐὰν γένηται ἐν δέρματι ... αὐγάσματα αὐγάζοντα LXX Le.13.38.

German (Pape)

[Seite 391] τό, Erleuchtung, Glanz, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

αὔγασμα: τό, ἐξάνθημα λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ αὐγάσματα αὐγάζοντα, λευκανθίζοντα Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 38), λάμψις, στιλπνότης, Σειρὰχ μγ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686.

Greek Monolingual

αὔγασμα, το (Α) αυγάζω
1. λαμπρότητα, φέγγος
2. λευκό εξάνθημα του δέρματος.