βαλανεύω
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
A heat the bath, Ar.Lys.337; but β. ἑαυτῷ to be one's own bath-man, Id.Pax1103; drench like a bath-man, οἴνῳ κατὰ τοῦ κεράμον β. Pherecr.130.6:—Pass., Timocl.2 (dub.).
2 bawl, shout, Hsch.
Spanish (DGE)
(βᾰλᾰνεύω) I 1preparar el baño, bañar ἀλλ', εἰ ταῦτα δοκεῖ, κἀγὼ 'μαυτῷ βαλανεύσω Ar.Pax 1103, ἤκουσα γὰρ τυφογέροντας ἄνδρας ἔρρειν, στελέχη φέροντας ὥσπερ βαλανεύσοντας Ar.Lys.337
•empapar como un bañero ὁ Ζεὺς δ' ὕων οἴνῳ καπνίᾳ κατὰ τοῦ κεράμου βαλανεύσει Pherecr.137.6.
2 fig. como propio de los bañeros vociferar, armar algarabía Ar.Fr.790.
II en v. med. bañarse τὴ(ν) ... ἵζουσιν ὅπως βα[λανεύ] σῃ ἐν λειψυδρίᾳ Ar.Fr.590.6, βαλανεύσασθαι· ἀντὶ τοῦ βαλανείῳ χρήσασθαι Phot.β 44.
German (Pape)
[Seite 428] Bader sein, im Bade bedienen, Ar. Lys. 337; übh. dienen, ἑαυτῷ Pax 1070, Schol. διακονήσω καὶ ὑπουργήσω. Komisch Phereer. Ath. VI, 269 b Ζεὺς ὕων οἴνῳ βαλανεύσει, er wird wie im Bade begießen; pass. βαλανεύεται Timol. com. Poll. 10, 154.
French (Bailly abrégé)
1 chauffer ou en gén. préparer un bain;
2 verser un bain ; fig. arroser abondamment (d'eau, de vin).
Étymologie: βαλανεύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαλανεύω βαλανεύς een bad klaarmaken, badknecht zijn.
Russian (Dvoretsky)
βᾰλᾰνεύω:
1 топить или готовить баню (στελέχη φέροντες ὥσπερ βαλανεύσοντες Arph.);
2 шутл. (о вине) наливать изрядную порцию (ἑαυτῷ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλᾰνεύω: ὑπηρετῶ τινα κατὰ τὸ λουτρόν, ἁπλ. ὑπηρετῶ, Ἀριστοφ. Λυσ. 337· β. ἑαυτῷ, ὑπηρετεῖν ἑαυτὸν ἐν τῷ λουτρῷ, ὁ αὐτ. Εἰρ. 1103· καταβρέχω τινὰ ὡς ὁ βαλανεύς, οἴνῳ β. τινὰ Φερεκρ. Περσ. 1. 6. – Παθ., Τιμοκλ. Βαλαν. 1.
Greek Monolingual
βαλανεύω (Α) βαλανεύς
1. υπηρετώ, φροντίζω κάποιον στο λουτρό
2. φρ. «βαλανεύω τινὰ οἴνῳ» — καταβρέχω κάποιον με κρασί.
Greek Monotonic
βᾰλᾰνεύω: (βαλανεύς), μέλ. -σω, υπηρετώ κάποιον στο λουτρό· βαλανεύω ἑαυτῷ, εξυπηρετούμαι μόνος μου στο λουτρό, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
βαλανεύς
to wait upon a person at the bath, β. ἑαυτῶι to be one's own bath-man, Ar.