γαληνισμός

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰληνισμός Medium diacritics: γαληνισμός Low diacritics: γαληνισμός Capitals: ΓΑΛΗΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: galēnismós Transliteration B: galēnismos Transliteration C: galinismos Beta Code: galhnismo/s

English (LSJ)

ὁ, calming, Epicur.Ep.1p.32U.; calming of the conscience, Arist. Ep.5.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
serenidad del espíritu, Arist.Ep.6, Epicur.Ep.[2] 83.

German (Pape)

[Seite 471] ὁ, Ruhe, Epicur. bei D. L. 10, 83.

Russian (Dvoretsky)

γᾰληνισμός: ὁ Diog. L. = γαλήνη 1, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

γαληνισμός: ὁ, γαλήνη, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 83.

Greek Monolingual

(I)
ο
το ιατρικό σύστημα του Γαληνού, το οποίο βασίζεται στη θεωρία τών τεσσάρων χυμών, τών τριών βασικών ποιοτήτων και τών τριών πνευμάτων.
(II)
γαληνισμός, ο (Α) γαληνίζω
η καταπράυνση, η καθησύχαση.