γρυπότης

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρῡπότης Medium diacritics: γρυπότης Low diacritics: γρυπότης Capitals: ΓΡΥΠΟΤΗΣ
Transliteration A: grypótēs Transliteration B: grypotēs Transliteration C: grypotis Beta Code: grupo/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, hookedness, incurvation, of the nose, opp. σιμότης, X.Cyr.8.4.21, Arist. Rh.1360a27; of a beak, Plu.2.994f; of talons, ib.641d.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
carácter aquilino de la nariz, op. σιμότης X.Cyr.8.4.21, Arist.Rh.1360a27, Plu.2.633b, Gal.1.637, Plot.5.9.12, γ. μυκτῆρος Plu.Ant.4
curvatura χείλους Plu.2.994f
curvamiento τῶν ὀνύχων Plu.2.641d, γινομένης κατὰ τοὺς σεισμοὺς γρυπότητός τινος περὶ τὴν γῆν Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον.

German (Pape)

[Seite 507] ητος, ἡ, Krümmung, Bug, Sp.; bes. der Bug der Habichtnase, Xen. Cyr. 8, 4, 21; Arist. Rhet. 1, 4; ὀνύχων, Krümmung der Klauen, Plut. Symp. 2, 7, 2; χείλους de esu carn. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 courbure crochue (d'un bec, d'un nez aquilin);
2 courbure en gén.
Étymologie: γρυπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γρυπότης -ητος, ἡ [γρυπός] gekromdheid (van een haviksneus).

Russian (Dvoretsky)

γρυπότης: ητος ἡ
1 выгнутость, искривленность Arst., Plut.;
2 (тж. γ. μυκτῆρος Plut.) орлиный нос, горбоносость Xen., Arst., Plut.

Greek Monotonic

γρῡπότης: -ητος, ἡ, γαμψότητα, κυρτότητα, λέγεται για τη μύτη· αντίθ. προς το σιμότης, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

γρῡπότης: -ητος, ἡ, κυρτότης, τὸ ἀγκιστροειδὲς· ἐπὶ ῥινός, κατ’ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σιμότης, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 12· ἐπὶ ῥάμφους, Πλούτ. 2. 994F· ἐπὶ ὀνύχων τῶν πτηνῶν, αὐτόθι 641D.

Middle Liddell

[from γρυπός
hookedness, of the nose, opp. to σιμότης, Xen.