ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
-η, -ο
1. αυτός που έχει γυμνό σώμα
2. το ουδ. εν. ως ουσ. «το γυμνόσωμα» — μικρή μύγα που ζει επάνω στα άνθη, κυρίως στα σκιαδανθή
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυμνοσώματα
πτερόποδα μαλάκια με μικρό ατρακτοειδές σώμα.