δερματομαλάκτης

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δερμᾰτομᾰλάκτης Medium diacritics: δερματομαλάκτης Low diacritics: δερματομαλάκτης Capitals: ΔΕΡΜΑΤΟΜΑΛΑΚΤΗΣ
Transliteration A: dermatomaláktēs Transliteration B: dermatomalaktēs Transliteration C: dermatomalaktis Beta Code: dermatomala/kths

English (LSJ)

δερματομαλάκτου, ὁ, currier, Sch.Pl.Grg. 517e.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ ablandador o suavizador de pieles, e.e., curtidor Hsch.s.u. σκυτοδέψης, Sch.Pl.Grg.517e.

German (Pape)

[Seite 549] ὁ, Gerber, Schol. Plat. Gorg. p. 357.

Greek (Liddell-Scott)

δερματομαλάκτης: ὁ, δερματουργός, σκυτοδέψης, Σχολ. Πλάτ. Γοργ. σ. 357.

Greek Monolingual

δερματομαλάκτης, ο (Α)
ο βυρσοδέψης.