διαγουμίζω
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Greek Monolingual
και διαγουμάω και διαγουμώ
1. λεηλατώ, διαρπάζω, κουρσεύω
2. διασκορπίζω, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι διαγουμίζω < (όψιμο μσν.) διαγουμίζω < αρχ. διακομίζω, ενώ κατ' άλλους από το γιάγμα < τουρκ. yağma «διαρπαγή» + ίζω. Για το τουρκ. yağma, εξάλλου, υπετέθη ότι προήλθε από ελλ. διαγωμίζω < διάγωμα < διάγω. Σύμφωνα τέλος με άλλη υπόθεση, το ρ. διαγουμίζω < διαγουμάς + -ίζω < τουρκ. yağma].