διαιτάριος
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
English (LSJ)
ὁ, (δίαιτα 11.1) Lat. diaetarius, house-steward, Dig.33.7.12.42, Glossaria; title of a subordinate official, Lyd.Mag.3.21.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. διητ- IKalchedon 98 (biz.), ζητ- SB 13953.9 (V d.C.)
lat. diaetarius, camarero, servidor, encargado de los aposentos o del comedor, Dig.33.7.12.42, Lyd.Mag.3.8, 21, Theod.Lect.Fr.52a (p.133), Epit.465, SB l.c. (pero quizá graf. por ζυτ-), IKalchedon l.c., Gloss.2.22.
Greek Monolingual
διαιτάριος, ο (Μ)
1. δικαστής μικροϋποθέσεων
2. επιμελητής, οικονόμος σπιτιού ή παλατιού
3. κατώτερος αξιωματούχος, κατώτερος υπάλληλος
4. γιατρός ή νοσοκόμος που καθορίζει και παρακολουθεί τη δίαιτα ασθενούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίαιτα + (επίθημα) -άριος (πρβλ. -αρης)].