διαπαίζω
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
late A fut. διαπαίξω Gal.8.569: pf. διαπέπαιχα Plu. (v. infr.):—jest, Gal. l.c.; διαπαίζων = in jest, J.Ap.2.37 (dub.), D.L.8.6:—Pass., παιδιὰ καλῶς διαπεπαισμένη a sport well kept up, Pl.Lg.769a.
II laugh, jest at, c.acc., J.BJ5.7.4, Arr.Epict.2.18.22, Demetr.Eloc.147, D.L.4.53: abs., Phld.Lib.p.57O.
III perhaps imitate playfully, [ὁ Σοφοκλῆς] διαπεπαιχὼς τὸν Αἰσχύλου ὄγκον Plu.2.79b.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. διαπαίξω Gal.8.569; perf. part. διαπεπαιχώς Plu.2.79b, en v. pas. part. διαπεπαισμένη Pl.Lg.769a]
1 remedar διαπεπαιχὼς τὸν Αἰσχύλου ὄγκον de Sófocles, Plu.l.c., en v. pas. ἡμῖν ἡ πρεσβυτῶν ... παιδιὰ ... διαπεπαισμένη hemos hecho el papel burlesco de los vejetes Pl.l.c.
•gener. hacer burla, burlarse de ἃ καὶ διαπαίζουσιν Phld.Po.fr.2.B.10M., τὴν Ῥωμαίων ἀρχήν I.BI 5.322, cf. Lyd.Mag.2.2, διαπαίζων αὐτοὺς παρέσυρεν τὴν λέξιν Steph.in Hp.Aph.2.384.6
•para introducir textos de poetas cómicos διαπαίξας τὰ Ἀττικὰ δεῖπνα ... φησι ... Ath.131f, cf. 279c, Arr.Epict.2.18.22, Demetr.Eloc.147, D.L.4.53, Ael.NA 15.28
•en v. pas. sentirse ridiculizado ἵνα ... καταισχυνθῇ ὁ φιλόσοφος καὶ διαπαιχθῇ para que el filósofo se sienta avergonzado y burlado, Vit.Aesop.G 32
•abs. burlarse, tomarse a broma Phld.Lib.17bis.13, Ath.130e, Gal.l.c., D.L.8.6 (cód.), A.Andr.Gr.11.12
•en v. med. tomárselo a broma, Vit.Aesop.G 3.
2 burlar, eludir ταύτην (διαστροφήν) Const.Ep. en Ath.Al.Apol.Sec.87.5 (p.166.17), cf. Gloss.2.273.
German (Pape)
[Seite 593] (s. παίζω), 1) durch-, zu Ende spielen, παιδιὰ μέχρι δεῦρο διαπεπαισμένη, Plat. Legg VI, 769 a. – 2) verspotten, τὸν Αἰσχύλου διαπεπαιχὼς ὄγκον Plut. prof. virt. sent. p. 252, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
se jouer de, se moquer de.
Étymologie: διά, παίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διαπαίζω: μέλλ. -ξομαι, παίζω μέχρι τέλους, ἀντίθ. σπουδάζω, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίων. 2. 37. - Παθ., παιδιὰ μέχρι δεῦρο διαπεπαισμένη Πλάτ. Νόμ. 769Α. ΙΙ. ἐμπαίζω τινά, περιγελῶ, μετ᾿ αἰτ., Πλούτ. 2. 79Β, Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 18, 22, πρβλ. Διογ. Λ. 8. 6.
Russian (Dvoretsky)
διαπαίζω:
1 доигрывать: παιδιὰ μέχρι δεῦρο διαπεπαισμένη Plat. игра, которая велась до сих пор;
2 разыгрывать, высмеивать (τὸν ὄγκον τινός διαπεπαιχώς Plut.).