διασαφητικός
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
διασαφητική, διασαφητικόν, affirmative, σύνδεσμος A.D.Conj.221.23; explanatory, Sch.Ar.Av.825, An.Ox.1.188; declaratory, EM415.27.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
gram.
1 aclarativo, explicativo de la conjunción ἤ A.D.Coni.221.16, EM 415.27G., Sch.Bek.Il.1.117, Sch.Ar.Au.824a.
2 adv. -ῶς con sentido aclarativo Porph.ad Il.p.8, Sch.Er.Il.1.117c.
German (Pape)
[Seite 601] ή, όν, erklärend, z. B. συνδεσμός, Schol. Ar. Av. 825.
Greek (Liddell-Scott)
διασᾰφητικός: -ή, -όν, ἐξηγητικός, Μ. Ἐτυμ. 415. 27.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διασαφητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που συντελεί στη διασάφηση, επεξηγηματικός
2. (γραμ.) (για σύνδεσμο) επεξηγηματικός
αρχ.
καταφατικός.