διεξεργάζομαι

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξεργάζομαι Medium diacritics: διεξεργάζομαι Low diacritics: διεξεργάζομαι Capitals: ΔΙΕΞΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diexergázomai Transliteration B: diexergazomai Transliteration C: dieksergazomai Beta Code: diecerga/zomai

English (LSJ)

A work out, effect, κακά Pl.Lg.798d.
II make away with, v.l.in Hdt.5.92.γ and D.H.6.35.

Spanish (DGE)

realizar, llevar a cabo κακά Pl.Lg.798d.

German (Pape)

[Seite 619] ganz vollenden, vollbringen; κακά Plat. Legg. VII, 798 d; dah. = zu Grunde richten, Dion. Hal. 6, 35.

Russian (Dvoretsky)

διεξεργάζομαι: совершать: ἐλάττω κακὰ διεξεργάζοιτ᾽ ἄν Plat. (это) причинило бы меньше бед.

Greek (Liddell-Scott)

διεξεργάζομαι: ἀποθ., ἐξεργάζομαι ἐντελῶς, ἀποτελειῶ, Πλάτ. Νόμ. 798D. ΙΙ. ἀφανίζω, καταστρέφω, Διον. Ἁλ. 6. 35.

Greek Monolingual

διεξεργάζομαι (Α) εξεργάζομαι
1. αποτελειώνω, εκτελώ
2. διαφθείρω, καταστρέφω, αφανίζω.