δραγματηφόρος

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραγμᾰτηφόρος Medium diacritics: δραγματηφόρος Low diacritics: δραγματηφόρος Capitals: ΔΡΑΓΜΑΤΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dragmatēphóros Transliteration B: dragmatēphoros Transliteration C: dragmatiforos Beta Code: dragmathfo/ros

English (LSJ)

δραγματηφόρον, carrying sheaves, Babr.88.16.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que transporta las gavillas μισθὸν δ' ἔταξε δραγματηφόροις δώσειν Babr.88.16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des gerbes.
Étymologie: δράγμα, φέρω.

German (Pape)

δραγματοφόρος, Babr. 88.16.

Russian (Dvoretsky)

δραγματηφόρος: несущий колосья Babr.

Greek (Liddell-Scott)

δραγμᾰτηφόρος: -ον, ὁ φέρων ἢ μεταφέρων δράγματα, δέματα σταχύων, Βάβρ. 88. 16.

Greek Monotonic

δραγμᾰτηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει δεμάτια, χειρόβολα, σε Βάβρ.

Middle Liddell

δραγμᾰτη-φόρος, ον adj φέρω
carrying sheaves, Babr.