δυσδιάβατος
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
δυσδιάβατον, hard to get through, ποταμός Aen.Tact.8.1, cf. X. An.6.5.19; τόποι Plb.1.39.13; ῥεῦμα D.S.17.93.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de atravesar, infranqueable πεδίον X.An.6.5.19 (cód.), Gr.Thaum.Pan.Or.14.46, ποταμοί Aen.Tact.8.1, D.C.55.20.7, τόποι Plb.1.39.13, ῥεῦμα D.S.17.93, ἕλη D.C.40.34.1, Epit.8.9.6.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu passiren; τόπος Pol. 1, 39, 13; ζεῦγμα D. Sic. 17, 93.
Russian (Dvoretsky)
δυσδιάβᾰτος: труднопроходимый (τόπος Polyb.; ζεῦγμα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιάβᾰτος: -ον, δυσκόλως διαβαινόμενος, δυσκολοπέραστος, τόπος, ῥεῦμα Πολύβ. 1. 39, 13, Διόδ. 17. 93.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσδιάβατος, -ον)
δυσκολοπέραστος.