ειρηνοδίκης
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
ο (Α εἰρηνοδίκης)
νεοελλ.
κατώτερος κρατικός δικαστής που υπηρετεί σε ειρηνοδικείο και οι αποφάσεις του (εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις) υπόκεινται σε έφεση στο πρωτοδικείο
αρχ.
ιερείς επιφορτισμένοι να τηρούν τα νόμιμα σχετικά με την κήρυξη πολέμου και τη σύναψη ειρήνης.