ενδεικτικός
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνδεικτικός, -ή, -όν)
αυτός που παρέχει ενδείξεις για κάτι, που φανερώνει κάτι («η χθεσινή δήλωση είναι ενδεικτική τών προθέσεών του», «φιλίας ἐνδεικτικόν»)
νεοελλ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. το ενδεικτικό
σχολικό επίσημο έγγραφο το οποίο δηλώνει ότι ο μαθητής προάγεται στην επόμενη τάξη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδεικτικά
τα άκρα εμβόλων ναυτικού σχοινιού
αρχ.
αποδεικτικός.
επίρρ...
ενδεικτικά και ενδεικτικώς (AM ἐνδεικτικῶς)
για να παρασχεθούν ενδείξεις από τον ομιλητή ή τον γράφοντα («ενδεικτικώς αναφέρω τα εξής»).