ενθύμημα

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

το (AM ἐνθύμημα) ενθυμούμαι
σκέψη, στοχασμός, συλλογισμός
νεοελλ.
(λογ.) συλλογισμός που εκφέρεται ατελώς, στον οποίο δηλ. παραλείπεται ως ευκόλως νοουμένη μία από τις προκείμενες προτάσεις
μσν.- νεοελλ.
αναμνηστικό, ενθύμιο, ανάμνηση, θυμητάρι
αρχ.
1. έννοια, σημασία, νόημα (σε αντιδιαστολή προς τη λέξη)
2. (στη Λογική του Αριστοτ.) ρητορικός συλλογισμός που απορρέει από πιθανές προτάσεις (σε αντιδιαστολή προς τον αποδεικτικό συλλογισμό)
3. επινόηση, επινόημα, εφεύρεση («Ἀγησίλαος μικρῷ, καιρίῳ δ' ἐνθυμήματι ηὐδοκίμησε», Ξεν.).